κόππα — Στοιχείο του αρχαίου ελληνικού αλφάβητου. Βρισκόταν ανάμεσα στο πι και στο ρο και αντιστοιχούσε με το φοινικοεβραϊκό κοφ και το λατινικό Q. Συμβολιζόταν με έναν κύκλο επάνω σε μια κάθετη γραμμή (|) και το χρησιμοποιούσαν, μαζί με το ομόφωνό του… … Dictionary of Greek
πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… … Dictionary of Greek
συγκλώ — άω, Α 1. λυγίζω, τσακίζω («κλήμαθ ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα», Αριστοφ.) 2. (για αδαή γλύπτη) σπάζω εντελώς, συντρίβω 3. παθ. συγκλῶμαι, άομαι α) (για γραμμές) είμαι τεθλασμένος β) (μτφ. και για ανθρώπους που έχουν δουλικές ενασχολήσεις)… … Dictionary of Greek
ψευτοσοφία — η, Ν [ψευτοσοφός] ψεύτικη σοφία, ρηχή πολυμάθεια, επίδειξη γνώσεων από αδαή … Dictionary of Greek